κωνίας

κωνίας
κωνίας, ὁ (Α)
φρ. «κωνίας οἶνος» — οίνος, στην παρασκευή τού οποίου χρησιμοποιούσαν και πίσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶνος + επίθημα -ίας, που δηλώνει ονομασίες κρασιών (πρβλ. ομφακ-ίας, πιτυρ-ίας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κωνίαν — κωνίᾱν , κωνίας pitched masc acc sg (attic epic doric aeolic) κωνίας pitched masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα …   Dictionary of Greek

  • κωνίου — κώνιον small cone neut gen sg κωνίας pitched masc gen sg κωνίον small cone neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”